διακινδύνευση.

διακινδύνευση.
[диакиндинэфси] ουσ θ опасность, риск.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "διακινδύνευση." в других словарях:

  • διακινδυνεύσῃ — διακινδυνεύω run all risks aor subj mid 2nd sg διακινδυνεύω run all risks aor subj act 3rd sg διακινδυνεύω run all risks fut ind mid 2nd sg διακινδῡνεύσῃ , διακινδυνεύω run all risks aor subj mid 2nd sg διακινδῡνεύσῃ , διακινδυνεύω run all… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακύβευση — η διακινδύνευση, ριψοκινδύνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διακυβεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στο περιοδικό σύγγραμμα Μνημοσύνη] …   Dictionary of Greek

  • ρίζικον — τὸ, Α [ῥίζα] διακινδύνευση …   Dictionary of Greek

  • ρίσκο — το, Ν (ξεν. άκλ.) 1. κίνδυνος, επικίνδυνη ενέργεια 2. διακινδύνευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. risco] …   Dictionary of Greek

  • διακύβευση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διακυβεύω, η διακινδύνευση: Είναι ανεπίτρεπτη η διακύβευση των εθνικών συμφερόντων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρισκάρισμα — το η παράτολμη ενέργεια, η διακινδύνευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»